Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
κάππα
κάππαρις
καπποφόρος
καππυρίζω
καπράω
κάπριος
κάπρος
καπροφόνος
κάπτω
καπυρός
καραβοπρόσωπος
κάραβος
καραδοκέω
καράκαλλον
καρανιστήρ
καρανιστής
κάρανον
κάρανος
καρανόω
κάρα
καρατομέω
View word page
καραβοπρόσωπος
καραβοπρόσωπος κᾱρᾰβο-πρόσωπος, ον with the face of a κάραβος, Luc.
ShortDef
with the face of a κάραβος
Debugging
Headword:
καραβοπρόσωπος
Headword (normalized):
καραβοπρόσωπος
Headword (normalized/stripped):
καραβοπροσωπος
IDX:
16667
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n16683
Key:
karabopro/swpos
Data
{'content': 'καραβοπρόσωπος\n κᾱρᾰβο-πρόσωπος, ον\n with the face of a κάραβος, Luc.', 'key': 'karabopro/swpos'}