Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

καππαδοκίζω
κάππα
κάππαρις
καπποφόρος
καππυρίζω
καπράω
κάπριος
κάπρος
καπροφόνος
κάπτω
καπυρός
καραβοπρόσωπος
κάραβος
καραδοκέω
καράκαλλον
καρανιστήρ
καρανιστής
κάρανον
κάρανος
καρανόω
κάρα
View word page
καπυρός
καπυρός .κᾰπῠρός, ά, όν dried by the air, dry, Theocr. act. drying, parching, Theocr. metaph. of sound, καπυρὸν γελᾶν to laugh loud, Anth.; κ. στόμα a loud, clear-sounding voice, Theocr., Mosch.; κ. συρίζειν to play clearly on the syrinx, Luc.

ShortDef

dried by the air, dry

Debugging

Headword:
καπυρός
Headword (normalized):
καπυρός
Headword (normalized/stripped):
καπυρος
IDX:
16666
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n16682
Key:
kapuro/s

Data

{'content': 'καπυρός\n .κᾰπῠρός, ά, όν\n dried by the air, dry, Theocr.\n act. drying, parching, Theocr.\n metaph. of sound, καπυρὸν γελᾶν to laugh loud, Anth.; κ. στόμα a loud, clear-sounding voice, Theocr., Mosch.; κ. συρίζειν to play clearly on the syrinx, Luc.', 'key': 'kapuro/s'}