Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
Καππαδόκαι
καππαδοκίζω
κάππα
κάππαρις
καπποφόρος
καππυρίζω
καπράω
κάπριος
κάπρος
καπροφόνος
κάπτω
καπυρός
καραβοπρόσωπος
κάραβος
καραδοκέω
καράκαλλον
καρανιστήρ
καρανιστής
κάρανον
κάρανος
καρανόω
View word page
κάπτω
κάπτω lengthd. from Root !καπ, v. κάπη to gulp down, Ar., etc.: cf. κεκαφηώς.
ShortDef
to gulp down
Debugging
Headword:
κάπτω
Headword (normalized):
κάπτω
Headword (normalized/stripped):
καπτω
IDX:
16665
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n16681
Key:
ka/ptw
Data
{'content': 'κάπτω\n lengthd. from Root !καπ, v. κάπη\n to gulp down, Ar., etc.: cf. κεκαφηώς.', 'key': 'ka/ptw'}