Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἁμαξίτης
ἁμαξιτός
ἁμάξοικος
ἁμαξοπηγός
ἁμαξοπληθής
ἁμαξουργός
ἅμα
ἀμάρακον
ἀμαράντινος
ἀμάραντος
ἀμάρα
ἁμαρτάνω
ἁμάρτημα
ἁμαρτῆ
ἁμαρτητικός
ἁμαρτία
ἁμαρτίνοος
ἁμαρτοεπής
ἀμαρτύρητος
ἀμάρτυρος
ἁμαρτωλή
View word page
ἀμάρα
ἀμάρα Deriv. unknown. a trench, conduit, channel, for watering meadows, Il., Theocr.

ShortDef

a trench, conduit, channel

Debugging

Headword:
ἀμάρα
Headword (normalized):
ἀμάρα
Headword (normalized/stripped):
αμαρα
IDX:
1668
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n1668
Key:
a)ma/ra

Data

{'content': 'ἀμάρα\n Deriv. unknown.\n a trench, conduit, channel, for watering meadows, Il., Theocr.', 'key': 'a)ma/ra'}