Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
καπνόομαι
καπνός
Καππαδόκαι
καππαδοκίζω
κάππα
κάππαρις
καπποφόρος
καππυρίζω
καπράω
κάπριος
κάπρος
καπροφόνος
κάπτω
καπυρός
καραβοπρόσωπος
κάραβος
καραδοκέω
καράκαλλον
καρανιστήρ
καρανιστής
κάρανον
View word page
κάπρος
κάπρος the boar, wild boar, Lat. aper, Il., etc.; also, σῦς κάπρος Il.
ShortDef
the boar, wild boar
Debugging
Headword:
κάπρος
Headword (normalized):
κάπρος
Headword (normalized/stripped):
καπρος
IDX:
16663
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n16679
Key:
ka/pros
Data
{'content': 'κάπρος\n the boar, wild boar, Lat. aper, Il., etc.; also, σῦς κάπρος Il.', 'key': 'ka/pros'}