Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

καπνοδόκη
καπνόομαι
καπνός
Καππαδόκαι
καππαδοκίζω
κάππα
κάππαρις
καπποφόρος
καππυρίζω
καπράω
κάπριος
κάπρος
καπροφόνος
κάπτω
καπυρός
καραβοπρόσωπος
κάραβος
καραδοκέω
καράκαλλον
καρανιστήρ
καρανιστής
View word page
κάπριος
κάπριος κάπριος, ὁ, a wild boar, Il.; also, σῦς κάπριος Il. poet. for κάπρος, as adj. κάπριος, ον, like a wild boar, Hdt.

ShortDef

a wild boar

Debugging

Headword:
κάπριος
Headword (normalized):
κάπριος
Headword (normalized/stripped):
καπριος
IDX:
16662
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n16678
Key:
ka/prios

Data

{'content': 'κάπριος\n κάπριος, ὁ,\n a wild boar, Il.; also, σῦς κάπριος Il.\n poet. for κάπρος,\n as adj. κάπριος, ον, like a wild boar, Hdt.', 'key': 'ka/prios'}