Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
κάπνισμα
καπνοδόκη
καπνόομαι
καπνός
Καππαδόκαι
καππαδοκίζω
κάππα
κάππαρις
καπποφόρος
καππυρίζω
καπράω
κάπριος
κάπρος
καπροφόνος
κάπτω
καπυρός
καραβοπρόσωπος
κάραβος
καραδοκέω
καράκαλλον
καρανιστήρ
View word page
καπράω
καπράω καπράω, κάπρος metaph. to be lewd or lecherous, Ar.
ShortDef
to be lewd
Debugging
Headword:
καπράω
Headword (normalized):
καπράω
Headword (normalized/stripped):
καπραω
IDX:
16661
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n16677
Key:
kapra/w
Data
{'content': 'καπράω\n καπράω,\n κάπρος\n metaph. to be lewd or lecherous, Ar.', 'key': 'kapra/w'}