Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
κάπνη
καπνίζω
κάπνισμα
καπνοδόκη
καπνόομαι
καπνός
Καππαδόκαι
καππαδοκίζω
κάππα
κάππαρις
καπποφόρος
καππυρίζω
καπράω
κάπριος
κάπρος
καπροφόνος
κάπτω
καπυρός
καραβοπρόσωπος
κάραβος
καραδοκέω
View word page
καπποφόρος
καπποφόρος καππο-φόρος, ον φέρω marked with a κάππα, Luc.
ShortDef
marked with a κάππα
Debugging
Headword:
καπποφόρος
Headword (normalized):
καπποφόρος
Headword (normalized/stripped):
καπποφορος
IDX:
16659
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n16675
Key:
kappofo/ros
Data
{'content': 'καπποφόρος\n καππο-φόρος, ον\n φέρω\n marked with a κάππα, Luc.', 'key': 'kappofo/ros'}