Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
καπηλικός
καπηλίς
κάπηλος
κάπη
καπίθη
κάπνη
καπνίζω
κάπνισμα
καπνοδόκη
καπνόομαι
καπνός
Καππαδόκαι
καππαδοκίζω
κάππα
κάππαρις
καπποφόρος
καππυρίζω
καπράω
κάπριος
κάπρος
καπροφόνος
View word page
καπνός
καπνός .καπνός, οῦ, smoke, Hom., etc.; proverb., καπνοῦ σκιά shadow of smoke, of things worth nothing, Soph.; περὶ καπνοῦ στενολεσχεῖν to quibble about smoke, Ar.; γραμμάτων καπνοί learned trifles, Eur.
ShortDef
smoke
Debugging
Headword:
καπνός
Headword (normalized):
καπνός
Headword (normalized/stripped):
καπνος
IDX:
16654
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n16670
Key:
kapno/s
Data
{'content': 'καπνός\n .καπνός, οῦ,\n smoke, Hom., etc.; proverb., καπνοῦ σκιά shadow of smoke, of things worth nothing, Soph.; περὶ καπνοῦ στενολεσχεῖν to quibble about smoke, Ar.; γραμμάτων καπνοί learned trifles, Eur.', 'key': 'kapno/s'}