Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἁμαξίς
ἁμαξίτης
ἁμαξιτός
ἁμάξοικος
ἁμαξοπηγός
ἁμαξοπληθής
ἁμαξουργός
ἅμα
ἀμάρακον
ἀμαράντινος
ἀμάραντος
ἀμάρα
ἁμαρτάνω
ἁμάρτημα
ἁμαρτῆ
ἁμαρτητικός
ἁμαρτία
ἁμαρτίνοος
ἁμαρτοεπής
ἀμαρτύρητος
ἀμάρτυρος
View word page
ἀμάραντος
ἀμάραντος μαραίνω unfading, undecaying, NTest. as Subst. amaranth, an unfading flower, Diosc.
ShortDef
unfading, undecaying
Debugging
Headword:
ἀμάραντος
Headword (normalized):
ἀμάραντος
Headword (normalized/stripped):
αμαραντος
IDX:
1667
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n1667
Key:
a)ma/rantos
Data
{'content': 'ἀμάραντος\n μαραίνω\n unfading, undecaying, NTest.\n as Subst. amaranth, an unfading flower, Diosc.', 'key': 'a)ma/rantos'}