Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

καπηλεῖον
καπηλεύω
καπηλικός
καπηλίς
κάπηλος
κάπη
καπίθη
κάπνη
καπνίζω
κάπνισμα
καπνοδόκη
καπνόομαι
καπνός
Καππαδόκαι
καππαδοκίζω
κάππα
κάππαρις
καπποφόρος
καππυρίζω
καπράω
κάπριος
View word page
καπνοδόκη
καπνοδόκη δέχομαι properly, a smoke-receiver, i. e. a hole in the roof for the smoke to pass through, Hdt.

ShortDef

a smoke-receiver

Debugging

Headword:
καπνοδόκη
Headword (normalized):
καπνοδόκη
Headword (normalized/stripped):
καπνοδοκη
IDX:
16652
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n16668
Key:
kapnodo/kh

Data

{'content': 'καπνοδόκη\n δέχομαι\n properly, a smoke-receiver, i. e. a hole in the roof for the smoke to pass through, Hdt.', 'key': 'kapnodo/kh'}