Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

καπηλεία
καπηλεῖον
καπηλεύω
καπηλικός
καπηλίς
κάπηλος
κάπη
καπίθη
κάπνη
καπνίζω
κάπνισμα
καπνοδόκη
καπνόομαι
καπνός
Καππαδόκαι
καππαδοκίζω
κάππα
κάππαρις
καπποφόρος
καππυρίζω
καπράω
View word page
κάπνισμα
κάπνισμα from καπνίζω κάπνισμα, ατος, τό, incense, Anth.

ShortDef

incense

Debugging

Headword:
κάπνισμα
Headword (normalized):
κάπνισμα
Headword (normalized/stripped):
καπνισμα
IDX:
16651
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n16667
Key:
ka/pnisma

Data

{'content': 'κάπνισμα\n from καπνίζω\n κάπνισμα, ατος, τό,\n incense, Anth.', 'key': 'ka/pnisma'}