Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

κανών
κάπετος
καπηλεία
καπηλεῖον
καπηλεύω
καπηλικός
καπηλίς
κάπηλος
κάπη
καπίθη
κάπνη
καπνίζω
κάπνισμα
καπνοδόκη
καπνόομαι
καπνός
Καππαδόκαι
καππαδοκίζω
κάππα
κάππαρις
καπποφόρος
View word page
κάπνη
κάπνη κάπνη, ἡ, = καπνοδόχη, Ar.

ShortDef

smoke outlet

Debugging

Headword:
κάπνη
Headword (normalized):
κάπνη
Headword (normalized/stripped):
καπνη
IDX:
16649
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n16665
Key:
ka/pnh

Data

{'content': 'κάπνη\n κάπνη, ἡ,\n = καπνοδόχη, Ar.', 'key': 'ka/pnh'}