Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
Κάνωβος
κανών
κάπετος
καπηλεία
καπηλεῖον
καπηλεύω
καπηλικός
καπηλίς
κάπηλος
κάπη
καπίθη
κάπνη
καπνίζω
κάπνισμα
καπνοδόκη
καπνόομαι
καπνός
Καππαδόκαι
καππαδοκίζω
κάππα
κάππαρις
View word page
καπίθη
καπίθη καπίθη, ἡ, a measure containing two χοίνικες, Xen. Prob. a Persian word.
ShortDef
a measure containing two
Debugging
Headword:
καπίθη
Headword (normalized):
καπίθη
Headword (normalized/stripped):
καπιθη
IDX:
16648
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n16664
Key:
kapi/qh
Data
{'content': 'καπίθη\n καπίθη, ἡ,\n a measure containing two χοίνικες, Xen.\n Prob. a Persian word.', 'key': 'kapi/qh'}