Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
κανόνισμα
κανονίς
κἄν
Κάνωβος
κανών
κάπετος
καπηλεία
καπηλεῖον
καπηλεύω
καπηλικός
καπηλίς
κάπηλος
κάπη
καπίθη
κάπνη
καπνίζω
κάπνισμα
καπνοδόκη
καπνόομαι
καπνός
Καππαδόκαι
View word page
καπηλίς
καπηλίς κᾰπηλίς, ίδος fem. of κάπηλος Lat. copa, Ar.
ShortDef
saleswoman
Debugging
Headword:
καπηλίς
Headword (normalized):
καπηλίς
Headword (normalized/stripped):
καπηλις
IDX:
16645
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n16661
Key:
kaphli/s
Data
{'content': 'καπηλίς\n κᾰπηλίς, ίδος\n fem. of κάπηλος \n Lat. copa, Ar.', 'key': 'kaphli/s'}