Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

κανονίζω
κανόνισμα
κανονίς
κἄν
Κάνωβος
κανών
κάπετος
καπηλεία
καπηλεῖον
καπηλεύω
καπηλικός
καπηλίς
κάπηλος
κάπη
καπίθη
κάπνη
καπνίζω
κάπνισμα
καπνοδόκη
καπνόομαι
καπνός
View word page
καπηλικός
καπηλικός κᾰπηλικός, ή, όν κάπηλος of or for a retail dealer: —ἡ καπηλική (sc. τέχνη) = καπηλεία, Plat. like a petty trader, knavish, Anth.:—adv., καπηλικῶς ἔχειν to be vamped up for sale, Ar.

ShortDef

of or for a retail dealer

Debugging

Headword:
καπηλικός
Headword (normalized):
καπηλικός
Headword (normalized/stripped):
καπηλικος
IDX:
16644
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n16660
Key:
kaphliko/s

Data

{'content': 'καπηλικός\n κᾰπηλικός, ή, όν\n κάπηλος\n of or for a retail dealer: —ἡ καπηλική (sc. τέχνη) = καπηλεία, Plat.\n like a petty trader, knavish, Anth.:—adv., καπηλικῶς ἔχειν to be vamped up for sale, Ar.', 'key': 'kaphliko/s'}