καπηλικός
κᾰπηλικός, ή, όν
κάπηλος
of or for a retail dealer: —ἡ καπηλική (sc. τέχνη) = καπηλεία, Plat.
like a petty trader, knavish, Anth.:—adv., καπηλικῶς ἔχειν to be vamped up for sale, Ar.
{'content': 'καπηλικός\n κᾰπηλικός, ή, όν\n κάπηλος\n of or for a retail dealer: —ἡ καπηλική (sc. τέχνη) = καπηλεία, Plat.\n like a petty trader, knavish, Anth.:—adv., καπηλικῶς ἔχειν to be vamped up for sale, Ar.', 'key': 'kaphliko/s'}