Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

κάννα
καννόμον
κανονίζω
κανόνισμα
κανονίς
κἄν
Κάνωβος
κανών
κάπετος
καπηλεία
καπηλεῖον
καπηλεύω
καπηλικός
καπηλίς
κάπηλος
κάπη
καπίθη
κάπνη
καπνίζω
κάπνισμα
καπνοδόκη
View word page
καπηλεῖον
καπηλεῖον κᾰπηλεῖον, ου, τό, the shop of a κάπηλος, esp. a tavern, Lat. caupona, Ar. from κᾰπηλεύω

ShortDef

shop of a κάπηλος, freq. of a tavern

Debugging

Headword:
καπηλεῖον
Headword (normalized):
καπηλεῖον
Headword (normalized/stripped):
καπηλειον
IDX:
16642
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n16658
Key:
kaphlei=on

Data

{'content': 'καπηλεῖον\n κᾰπηλεῖον, ου, τό,\n the shop of a κάπηλος, esp. a tavern, Lat. caupona, Ar.\n from κᾰπηλεύω', 'key': 'kaphlei=on'}