Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

κάνναβος
κάννα
καννόμον
κανονίζω
κανόνισμα
κανονίς
κἄν
Κάνωβος
κανών
κάπετος
καπηλεία
καπηλεῖον
καπηλεύω
καπηλικός
καπηλίς
κάπηλος
κάπη
καπίθη
κάπνη
καπνίζω
κάπνισμα
View word page
καπηλεία
καπηλεία κᾰπηλεία, ἡ, retail trade, tavern-keeping, Plat. from κάπηλος

ShortDef

retail trade, tavern-keeping

Debugging

Headword:
καπηλεία
Headword (normalized):
καπηλεία
Headword (normalized/stripped):
καπηλεια
IDX:
16641
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n16657
Key:
kaphlei/a

Data

{'content': 'καπηλεία\n κᾰπηλεία, ἡ,\n retail trade, tavern-keeping, Plat.\n from κάπηλος', 'key': 'kaphlei/a'}