Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

κάνναβις
κάνναβος
κάννα
καννόμον
κανονίζω
κανόνισμα
κανονίς
κἄν
Κάνωβος
κανών
κάπετος
καπηλεία
καπηλεῖον
καπηλεύω
καπηλικός
καπηλίς
κάπηλος
κάπη
καπίθη
κάπνη
καπνίζω
View word page
κάπετος
κάπετος κάπετος, ἡ, for σκάπετος, from σκάπτω a ditch, trench, Il.:— a hole, grave, Il., Soph.

ShortDef

a ditch, trench

Debugging

Headword:
κάπετος
Headword (normalized):
κάπετος
Headword (normalized/stripped):
καπετος
IDX:
16640
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n16656
Key:
ka/petos

Data

{'content': 'κάπετος\n κάπετος, ἡ,\n for σκάπετος, from σκάπτω\n a ditch, trench, Il.:— a hole, grave, Il., Soph.', 'key': 'ka/petos'}