Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
κανθήλια
κανθήλιος
κάνθων
καννάβινος
κάνναβις
κάνναβος
κάννα
καννόμον
κανονίζω
κανόνισμα
κανονίς
κἄν
Κάνωβος
κανών
κάπετος
καπηλεία
καπηλεῖον
καπηλεύω
καπηλικός
καπηλίς
κάπηλος
View word page
κανονίς
κανονίς κᾰνονίς, ίδος a ruler, Anth.
ShortDef
a ruler
Debugging
Headword:
κανονίς
Headword (normalized):
κανονίς
Headword (normalized/stripped):
κανονις
IDX:
16636
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n16652
Key:
kanoni/s
Data
{'content': 'κανονίς\n κᾰνονίς, ίδος\n a ruler, Anth.', 'key': 'kanoni/s'}