Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
κανηφόρος
κάνθαρος
κανθήλια
κανθήλιος
κάνθων
καννάβινος
κάνναβις
κάνναβος
κάννα
καννόμον
κανονίζω
κανόνισμα
κανονίς
κἄν
Κάνωβος
κανών
κάπετος
καπηλεία
καπηλεῖον
καπηλεύω
καπηλικός
View word page
κανονίζω
κανονίζω κᾰνονίζω, κανών to measure by rule, Longin.: to regulate, square, Arist., Anth.
ShortDef
to measure by rule
Debugging
Headword:
κανονίζω
Headword (normalized):
κανονίζω
Headword (normalized/stripped):
κανονιζω
IDX:
16634
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n16650
Key:
kanoni/zw
Data
{'content': 'κανονίζω\n κᾰνονίζω,\n κανών\n to measure by rule, Longin.: to regulate, square, Arist., Anth.', 'key': 'kanoni/zw'}