Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
κανηφορέω
κανηφορία
κανηφόρος
κάνθαρος
κανθήλια
κανθήλιος
κάνθων
καννάβινος
κάνναβις
κάνναβος
κάννα
καννόμον
κανονίζω
κανόνισμα
κανονίς
κἄν
Κάνωβος
κανών
κάπετος
καπηλεία
καπηλεῖον
View word page
κάννα
κάννα a reed, Lat. canna: in pl. a reed-fence, railing, Ar.
ShortDef
pole-reed, Arundo Donax
Debugging
Headword:
κάννα
Headword (normalized):
κάννα
Headword (normalized/stripped):
καννα
IDX:
16632
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n16648
Key:
ka/nna1
Data
{'content': 'κάννα\n a reed, Lat. canna: in pl. a reed-fence, railing, Ar.', 'key': 'ka/nna1'}