Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

κάνης
κανηφορέω
κανηφορία
κανηφόρος
κάνθαρος
κανθήλια
κανθήλιος
κάνθων
καννάβινος
κάνναβις
κάνναβος
κάννα
καννόμον
κανονίζω
κανόνισμα
κανονίς
κἄν
Κάνωβος
κανών
κάπετος
καπηλεία
View word page
κάνναβος
κάνναβος κάνναβος, ἡ, = κάναβος.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κάνναβος
Headword (normalized):
κάνναβος
Headword (normalized/stripped):
κανναβος
IDX:
16631
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n16647
Key:
ka/nnabos

Data

{'content': 'κάνναβος\n κάνναβος, ἡ,\n = κάναβος.', 'key': 'ka/nnabos'}