Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
κάνδυς
κάνεον
κάνης
κανηφορέω
κανηφορία
κανηφόρος
κάνθαρος
κανθήλια
κανθήλιος
κάνθων
καννάβινος
κάνναβις
κάνναβος
κάννα
καννόμον
κανονίζω
κανόνισμα
κανονίς
κἄν
Κάνωβος
κανών
View word page
καννάβινος
καννάβινος καννάβῐνος, η, ον hempen, of hemp, like it, Anth. from κάννᾰβις
ShortDef
hempen, of hemp, like it
Debugging
Headword:
καννάβινος
Headword (normalized):
καννάβινος
Headword (normalized/stripped):
κανναβινος
IDX:
16629
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n16645
Key:
kanna/binos
Data
{'content': 'καννάβινος\n καννάβῐνος, η, ον\n hempen, of hemp, like it, Anth.\n from κάννᾰβις', 'key': 'kanna/binos'}