Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

καναχίζω
κάνδυς
κάνεον
κάνης
κανηφορέω
κανηφορία
κανηφόρος
κάνθαρος
κανθήλια
κανθήλιος
κάνθων
καννάβινος
κάνναβις
κάνναβος
κάννα
καννόμον
κανονίζω
κανόνισμα
κανονίς
κἄν
Κάνωβος
View word page
κάνθων
κάνθων κάνθων, ωνος, = κανθήλιος, a pack-ass, Ar., Anth.

ShortDef

a pack-ass

Debugging

Headword:
κάνθων
Headword (normalized):
κάνθων
Headword (normalized/stripped):
κανθων
IDX:
16628
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n16644
Key:
ka/nqwn

Data

{'content': 'κάνθων\n κάνθων, ωνος,\n = κανθήλιος,\n a pack-ass, Ar., Anth.', 'key': 'ka/nqwn'}