Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

καναχής
καναχίζω
κάνδυς
κάνεον
κάνης
κανηφορέω
κανηφορία
κανηφόρος
κάνθαρος
κανθήλια
κανθήλιος
κάνθων
καννάβινος
κάνναβις
κάνναβος
κάννα
καννόμον
κανονίζω
κανόνισμα
κανονίς
κἄν
View word page
κανθήλιος
κανθήλιος κανθήλιος, ὁ, = κάνθων, a large sort of ass for carrying burdens, a pack-ass, Xen., Plat., etc.

ShortDef

a large sort of ass

Debugging

Headword:
κανθήλιος
Headword (normalized):
κανθήλιος
Headword (normalized/stripped):
κανθηλιος
IDX:
16627
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n16643
Key:
kanqh/lios

Data

{'content': 'κανθήλιος\n κανθήλιος, ὁ,\n = κάνθων,\n a large sort of ass for carrying burdens, a pack-ass, Xen., Plat., etc.', 'key': 'kanqh/lios'}