Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἁμαξεύω
ἁμαξήρης
ἁμαξιαῖος
ἁμαξίς
ἁμαξίτης
ἁμαξιτός
ἁμάξοικος
ἁμαξοπηγός
ἁμαξοπληθής
ἁμαξουργός
ἅμα
ἀμάρακον
ἀμαράντινος
ἀμάραντος
ἀμάρα
ἁμαρτάνω
ἁμάρτημα
ἁμαρτῆ
ἁμαρτητικός
ἁμαρτία
ἁμαρτίνοος
View word page
ἅμα
ἅμα Cf. ὁμοῦ, Lat. simul. at once, at the same time, Hom., etc. prep. c. dat. at the same time with, together with, ἅμʼ ἠοῖ at dawn, Il.; ἅμα ἕῳ, ἅμα ἕῳ γιγνομένῃ Thuc.

ShortDef

at once, at the same time

Debugging

Headword:
ἅμα
Headword (normalized):
ἅμα
Headword (normalized/stripped):
αμα
IDX:
1664
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n1664
Key:
a(/ma

Data

{'content': 'ἅμα\n Cf. ὁμοῦ, Lat. simul.\n at once, at the same time, Hom., etc.\n prep. c. dat. at the same time with, together with, ἅμʼ ἠοῖ at dawn, Il.; ἅμα ἕῳ, ἅμα ἕῳ γιγνομένῃ Thuc.', 'key': 'a(/ma'}