Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

κάναστρον
καναχέω
καναχηδά
καναχή
καναχής
καναχίζω
κάνδυς
κάνεον
κάνης
κανηφορέω
κανηφορία
κανηφόρος
κάνθαρος
κανθήλια
κανθήλιος
κάνθων
καννάβινος
κάνναβις
κάνναβος
κάννα
καννόμον
View word page
κανηφορία
κανηφορία κᾰνηφορία, ἡ, the office of κανηφόρος, Plat. from κᾰνηφόρος

ShortDef

office of κανηφόρος

Debugging

Headword:
κανηφορία
Headword (normalized):
κανηφορία
Headword (normalized/stripped):
κανηφορια
IDX:
16623
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n16639
Key:
kanhfori/a

Data

{'content': 'κανηφορία\n κᾰνηφορία, ἡ,\n the office of κανηφόρος, Plat.\n from κᾰνηφόρος', 'key': 'kanhfori/a'}