Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

κάναθρον
κάναστρον
καναχέω
καναχηδά
καναχή
καναχής
καναχίζω
κάνδυς
κάνεον
κάνης
κανηφορέω
κανηφορία
κανηφόρος
κάνθαρος
κανθήλια
κανθήλιος
κάνθων
καννάβινος
κάνναβις
κάνναβος
κάννα
View word page
κανηφορέω
κανηφορέω κᾰνηφορέω, fut. -ήσω to carry the sacred basket in procession, Ar. from κανηφόρος

ShortDef

to carry the sacred basket in procession

Debugging

Headword:
κανηφορέω
Headword (normalized):
κανηφορέω
Headword (normalized/stripped):
κανηφορεω
IDX:
16622
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n16638
Key:
kanhfore/w

Data

{'content': 'κανηφορέω\n κᾰνηφορέω,\n fut. -ήσω\n to carry the sacred basket in procession, Ar.\n from κανηφόρος', 'key': 'kanhfore/w'}