Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἁμαξεύς
ἁμαξεύω
ἁμαξήρης
ἁμαξιαῖος
ἁμαξίς
ἁμαξίτης
ἁμαξιτός
ἁμάξοικος
ἁμαξοπηγός
ἁμαξοπληθής
ἁμαξουργός
ἅμα
ἀμάρακον
ἀμαράντινος
ἀμάραντος
ἀμάρα
ἁμαρτάνω
ἁμάρτημα
ἁμαρτῆ
ἁμαρτητικός
ἁμαρτία
View word page
ἁμαξουργός
ἁμαξουργός ἅμαξα, ἔργω = ἁμαξοπηγός ἐξ ἁμαξουργοῦ λέγειν to talk cartwrightsʼ slang, Ar.
ShortDef
cartwrights'
Debugging
Headword:
ἁμαξουργός
Headword (normalized):
ἁμαξουργός
Headword (normalized/stripped):
αμαξουργος
IDX:
1663
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n1663
Key:
a(macourgo/s
Data
{'content': 'ἁμαξουργός\n ἅμαξα, ἔργω\n = ἁμαξοπηγός\n ἐξ ἁμαξουργοῦ λέγειν to talk cartwrightsʼ slang, Ar.', 'key': 'a(macourgo/s'}