Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

κάμνω
καμπή
κάμπιμος
καμπτήρ
κάμπτω
καμπύλος
καμψίπους
κανάβινος
κάναβος
κάναθρον
κάναστρον
καναχέω
καναχηδά
καναχή
καναχής
καναχίζω
κάνδυς
κάνεον
κάνης
κανηφορέω
κανηφορία
View word page
κάναστρον
κάναστρον κάναστρον, ου, τό, = κάνεον, a dish, Epic, Hom.

ShortDef

a dish

Debugging

Headword:
κάναστρον
Headword (normalized):
κάναστρον
Headword (normalized/stripped):
καναστρον
IDX:
16613
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n16629
Key:
ka/nastron

Data

{'content': 'κάναστρον\n κάναστρον, ου, τό,\n = κάνεον,\n a dish, Epic, Hom.', 'key': 'ka/nastron'}