Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

κάμμορος
κάμνω
καμπή
κάμπιμος
καμπτήρ
κάμπτω
καμπύλος
καμψίπους
κανάβινος
κάναβος
κάναθρον
κάναστρον
καναχέω
καναχηδά
καναχή
καναχής
καναχίζω
κάνδυς
κάνεον
κάνης
κανηφορέω
View word page
κάναθρον
κάναθρον κάνναθρον, ου, τό, κάννα a cane or wicker carriage, Xen.

ShortDef

a cane or wicker carriage

Debugging

Headword:
κάναθρον
Headword (normalized):
κάναθρον
Headword (normalized/stripped):
καναθρον
IDX:
16612
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n16628
Key:
ka/naqron

Data

{'content': 'κάναθρον\n κάνναθρον, ου, τό,\n κάννα\n a cane or wicker carriage, Xen.', 'key': 'ka/naqron'}