Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

καμμονίη
κάμμορος
κάμνω
καμπή
κάμπιμος
καμπτήρ
κάμπτω
καμπύλος
καμψίπους
κανάβινος
κάναβος
κάναθρον
κάναστρον
καναχέω
καναχηδά
καναχή
καναχής
καναχίζω
κάνδυς
κάνεον
κάνης
View word page
κάναβος
κάναβος κάνᾰβος, ὁ, a wooden block round which artists moulded wax or clay, a block-figure.

ShortDef

a wooden block round which artists moulded

Debugging

Headword:
κάναβος
Headword (normalized):
κάναβος
Headword (normalized/stripped):
καναβος
IDX:
16611
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n16627
Key:
ka/nabos

Data

{'content': 'κάναβος\n κάνᾰβος, ὁ,\n a wooden block round which artists moulded wax or clay, a block-figure.', 'key': 'ka/nabos'}