Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

καμινεύω
κάμινος
καμινώ
καμμονίη
κάμμορος
κάμνω
καμπή
κάμπιμος
καμπτήρ
κάμπτω
καμπύλος
καμψίπους
κανάβινος
κάναβος
κάναθρον
κάναστρον
καναχέω
καναχηδά
καναχή
καναχής
καναχίζω
View word page
καμπύλος
καμπύλος καμπύλος (ῠ), η, ον κάμπτω bent, crooked, curved, of a bow, Il.; of wheels, Il.; of chariots, Il.

ShortDef

bent, crooked, curved

Debugging

Headword:
καμπύλος
Headword (normalized):
καμπύλος
Headword (normalized/stripped):
καμπυλος
IDX:
16608
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n16624
Key:
kampu/los

Data

{'content': 'καμπύλος\n καμπύλος (ῠ), η, ον\n κάμπτω\n bent, crooked, curved, of a bow, Il.; of wheels, Il.; of chariots, Il.', 'key': 'kampu/los'}