Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

καμινευτήρ
καμινευτής
καμινεύω
κάμινος
καμινώ
καμμονίη
κάμμορος
κάμνω
καμπή
κάμπιμος
καμπτήρ
κάμπτω
καμπύλος
καμψίπους
κανάβινος
κάναβος
κάναθρον
κάναστρον
καναχέω
καναχηδά
καναχή
View word page
καμπτήρ
καμπτήρ καμπτήρ, ῆρος, κάμπτω a bend, an angle, Xen. the turning-point in the δίαυλος, the goal, Arist.: metaph., κ. πύματος lifeʼs last turn or course, Anth.

ShortDef

a bend, an angle

Debugging

Headword:
καμπτήρ
Headword (normalized):
καμπτήρ
Headword (normalized/stripped):
καμπτηρ
IDX:
16606
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n16622
Key:
kampth/r

Data

{'content': 'καμπτήρ\n καμπτήρ, ῆρος,\n κάμπτω\n a bend, an angle, Xen.\n the turning-point in the δίαυλος, the goal, Arist.: metaph., κ. πύματος lifeʼs last turn or course, Anth.', 'key': 'kampth/r'}