Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

κάμηλος
καμινευτήρ
καμινευτής
καμινεύω
κάμινος
καμινώ
καμμονίη
κάμμορος
κάμνω
καμπή
κάμπιμος
καμπτήρ
κάμπτω
καμπύλος
καμψίπους
κανάβινος
κάναβος
κάναθρον
κάναστρον
καναχέω
καναχηδά
View word page
κάμπιμος
κάμπιμος from καμπή κάμπιμος, η, ον bent, turning, Eur.

ShortDef

bent, turning

Debugging

Headword:
κάμπιμος
Headword (normalized):
κάμπιμος
Headword (normalized/stripped):
καμπιμος
IDX:
16605
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n16621
Key:
ka/mpimos

Data

{'content': 'κάμπιμος\n from καμπή\n κάμπιμος, η, ον\n bent, turning, Eur.', 'key': 'ka/mpimos'}