Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

καματώδης
κάμηλος
καμινευτήρ
καμινευτής
καμινεύω
κάμινος
καμινώ
καμμονίη
κάμμορος
κάμνω
καμπή
κάμπιμος
καμπτήρ
κάμπτω
καμπύλος
καμψίπους
κανάβινος
κάναβος
κάναθρον
κάναστρον
καναχέω
View word page
καμπή
καμπή καμπή, ἡ, κάμπτω a bending, winding, of a river, Hdt. the turning in a race-course, turning-post, Ar.: metaph., μῦθον ἐς καμπὴν ἄγειν to bring a speech to its middle or turning point, Eur.; καμπὰς ποιεῖσθαι Plat.

ShortDef

a bending, winding

Debugging

Headword:
καμπή
Headword (normalized):
καμπή
Headword (normalized/stripped):
καμπη
IDX:
16604
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n16620
Key:
kamph/

Data

{'content': 'καμπή\n καμπή, ἡ,\n κάμπτω\n a bending, winding, of a river, Hdt.\n the turning in a race-course, turning-post, Ar.: metaph., μῦθον ἐς καμπὴν ἄγειν to bring a speech to its middle or turning point, Eur.; καμπὰς ποιεῖσθαι Plat.', 'key': 'kamph/'}