Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἄμαξα
ἁμαξεύς
ἁμαξεύω
ἁμαξήρης
ἁμαξιαῖος
ἁμαξίς
ἁμαξίτης
ἁμαξιτός
ἁμάξοικος
ἁμαξοπηγός
ἁμαξοπληθής
ἁμαξουργός
ἅμα
ἀμάρακον
ἀμαράντινος
ἀμάραντος
ἀμάρα
ἁμαρτάνω
ἁμάρτημα
ἁμαρτῆ
ἁμαρτητικός
View word page
ἁμαξοπληθής
ἁμαξοπληθής ἄμαξα, πλῆθος large enough to fill a wagon, like ἁμαξιαῖος, Eur.
ShortDef
large enough to fill a wagon
Debugging
Headword:
ἁμαξοπληθής
Headword (normalized):
ἁμαξοπληθής
Headword (normalized/stripped):
αμαξοπληθης
IDX:
1662
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n1662
Key:
a(macoplhqh/s
Data
{'content': 'ἁμαξοπληθής\n ἄμαξα, πλῆθος\n large enough to fill a wagon, like ἁμαξιαῖος, Eur.', 'key': 'a(macoplhqh/s'}