Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

καμάρα
καμασῆνες
καματηρός
κάματος
καματώδης
κάμηλος
καμινευτήρ
καμινευτής
καμινεύω
κάμινος
καμινώ
καμμονίη
κάμμορος
κάμνω
καμπή
κάμπιμος
καμπτήρ
κάμπτω
καμπύλος
καμψίπους
κανάβινος
View word page
καμινώ
καμινώ from κάμῑνος a furnace-woman, Od.

ShortDef

a furnace-woman

Debugging

Headword:
καμινώ
Headword (normalized):
καμινώ
Headword (normalized/stripped):
καμινω
IDX:
16600
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n16616
Key:
kaminw/

Data

{'content': 'καμινώ\n from κάμῑνος\n a furnace-woman, Od.', 'key': 'kaminw/'}