Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

κάμαξ
καμάρα
καμασῆνες
καματηρός
κάματος
καματώδης
κάμηλος
καμινευτήρ
καμινευτής
καμινεύω
κάμινος
καμινώ
καμμονίη
κάμμορος
κάμνω
καμπή
κάμπιμος
καμπτήρ
κάμπτω
καμπύλος
καμψίπους
View word page
κάμινος
κάμινος κάμῑνος, ἡ, καίω an oven, furnace, kiln, for baking, smelting metals, for burning bricks, Hdt.

ShortDef

an oven, furnace, kiln

Debugging

Headword:
κάμινος
Headword (normalized):
κάμινος
Headword (normalized/stripped):
καμινος
IDX:
16599
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n16615
Key:
ka/minos

Data

{'content': 'κάμινος\n κάμῑνος, ἡ,\n καίω\n an oven, furnace, kiln, for baking, smelting metals, for burning bricks, Hdt.', 'key': 'ka/minos'}