Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

καμάκινος
κάμαξ
καμάρα
καμασῆνες
καματηρός
κάματος
καματώδης
κάμηλος
καμινευτήρ
καμινευτής
καμινεύω
κάμινος
καμινώ
καμμονίη
κάμμορος
κάμνω
καμπή
κάμπιμος
καμπτήρ
κάμπτω
καμπύλος
View word page
καμινεύω
καμινεύω κᾰμῑνεύω, fut. -σω to heat in a furnace, Arist. from κάμῑνος

ShortDef

to heat in a furnace

Debugging

Headword:
καμινεύω
Headword (normalized):
καμινεύω
Headword (normalized/stripped):
καμινευω
IDX:
16598
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n16614
Key:
kamineu/w

Data

{'content': 'καμινεύω\n κᾰμῑνεύω,\n fut. -σω\n to heat in a furnace, Arist.\n from κάμῑνος', 'key': 'kamineu/w'}