Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
καλωστρόφος
καμάκινος
κάμαξ
καμάρα
καμασῆνες
καματηρός
κάματος
καματώδης
κάμηλος
καμινευτήρ
καμινευτής
καμινεύω
κάμινος
καμινώ
καμμονίη
κάμμορος
κάμνω
καμπή
κάμπιμος
καμπτήρ
κάμπτω
View word page
καμινευτής
καμινευτής κᾰμῑνευτής, οῦ, = καμινεύς, Luc. from κᾰμῑνεύω
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
καμινευτής
Headword (normalized):
καμινευτής
Headword (normalized/stripped):
καμινευτης
IDX:
16597
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n16613
Key:
kamineuth/s
Data
{'content': 'καμινευτής\n κᾰμῑνευτής, οῦ,\n = καμινεύς, Luc.\n from κᾰμῑνεύω', 'key': 'kamineuth/s'}