Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

κάλως
καλωστρόφος
καμάκινος
κάμαξ
καμάρα
καμασῆνες
καματηρός
κάματος
καματώδης
κάμηλος
καμινευτήρ
καμινευτής
καμινεύω
κάμινος
καμινώ
καμμονίη
κάμμορος
κάμνω
καμπή
κάμπιμος
καμπτήρ
View word page
καμινευτήρ
καμινευτήρ κᾰμῑνευτήρ, ῆρος, αὐλὸς κ. the pipe of a smithʼs bellows, Anth. from κᾰμινεύω

ShortDef

of a smith's bellows

Debugging

Headword:
καμινευτήρ
Headword (normalized):
καμινευτήρ
Headword (normalized/stripped):
καμινευτηρ
IDX:
16596
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n16612
Key:
kamineuth/r

Data

{'content': 'καμινευτήρ\n κᾰμῑνευτήρ, ῆρος,\n αὐλὸς κ. the pipe of a smithʼs bellows, Anth.\n from κᾰμινεύω', 'key': 'kamineuth/r'}