Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

καλῴδιον
κάλως
καλωστρόφος
καμάκινος
κάμαξ
καμάρα
καμασῆνες
καματηρός
κάματος
καματώδης
κάμηλος
καμινευτήρ
καμινευτής
καμινεύω
κάμινος
καμινώ
καμμονίη
κάμμορος
κάμνω
καμπή
κάμπιμος
View word page
κάμηλος
κάμηλος κάμηλος (ᾰ), ὁ, ἡ, a camel, Hdt., etc.; κ. ἀμνός a camel-lamb, i. e. young camel, Ar. ἡ κ. (like ἡ ἵππος) the camels in an army, as one might say the camelry, camel-brigade, Hdt. Cf. Hebr. gamal.

ShortDef

a camel

Debugging

Headword:
κάμηλος
Headword (normalized):
κάμηλος
Headword (normalized/stripped):
καμηλος
IDX:
16595
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n16611
Key:
ka/mhlos

Data

{'content': 'κάμηλος\n κάμηλος (ᾰ), ὁ, ἡ,\n a camel, Hdt., etc.; κ. ἀμνός a camel-lamb, i. e. young camel, Ar.\n ἡ κ. (like ἡ ἵππος) the camels in an army, as one might say the camelry, camel-brigade, Hdt.\n Cf. Hebr. gamal.', 'key': 'ka/mhlos'}