Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

κάλχη
καλῴδιον
κάλως
καλωστρόφος
καμάκινος
κάμαξ
καμάρα
καμασῆνες
καματηρός
κάματος
καματώδης
κάμηλος
καμινευτήρ
καμινευτής
καμινεύω
κάμινος
καμινώ
καμμονίη
κάμμορος
κάμνω
καμπή
View word page
καματώδης
καματώδης κᾰμᾰτ-ώδης, ες εἶδος toilsome, wearisome, Hes., Pind.

ShortDef

toilsome, wearisome

Debugging

Headword:
καματώδης
Headword (normalized):
καματώδης
Headword (normalized/stripped):
καματωδης
IDX:
16594
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n16610
Key:
kamatw/dhs

Data

{'content': 'καματώδης\n κᾰμᾰτ-ώδης, ες\n εἶδος\n toilsome, wearisome, Hes., Pind.', 'key': 'kamatw/dhs'}