Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
καλχαίνω
Κάλχας
κάλχη
καλῴδιον
κάλως
καλωστρόφος
καμάκινος
κάμαξ
καμάρα
καμασῆνες
καματηρός
κάματος
καματώδης
κάμηλος
καμινευτήρ
καμινευτής
καμινεύω
κάμινος
καμινώ
καμμονίη
κάμμορος
View word page
καματηρός
καματηρός κᾰμᾰτηρός, ά, όν toilsome, troublesome, wearisome, Hhymn.:— tiring, exhausting, Luc. pass. bowed down with toil, broken down, worn out, Hdt. from κάμᾰτος
ShortDef
toilsome, troublesome, wearisome
Debugging
Headword:
καματηρός
Headword (normalized):
καματηρός
Headword (normalized/stripped):
καματηρος
IDX:
16592
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n16608
Key:
kamathro/s
Data
{'content': 'καματηρός\n κᾰμᾰτηρός, ά, όν\n toilsome, troublesome, wearisome, Hhymn.:— tiring, exhausting, Luc.\n pass. bowed down with toil, broken down, worn out, Hdt.\n from κάμᾰτος', 'key': 'kamathro/s'}