Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
καλύπτρα
καλύπτω
καλχαίνω
Κάλχας
κάλχη
καλῴδιον
κάλως
καλωστρόφος
καμάκινος
κάμαξ
καμάρα
καμασῆνες
καματηρός
κάματος
καματώδης
κάμηλος
καμινευτήρ
καμινευτής
καμινεύω
κάμινος
καμινώ
View word page
καμάρα
καμάρα Lat. camera, anything with an arched cover, a covered carriage, Hdt.
ShortDef
anything with an arched cover: a covered carriage, barge, vault
Debugging
Headword:
καμάρα
Headword (normalized):
καμάρα
Headword (normalized/stripped):
καμαρα
IDX:
16590
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n16606
Key:
kama/ra
Data
{'content': 'καμάρα\n Lat. camera, anything with an arched cover, a covered carriage, Hdt.', 'key': 'kama/ra'}