Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
καλυπτός
καλύπτρα
καλύπτω
καλχαίνω
Κάλχας
κάλχη
καλῴδιον
κάλως
καλωστρόφος
καμάκινος
κάμαξ
καμάρα
καμασῆνες
καματηρός
κάματος
καματώδης
κάμηλος
καμινευτήρ
καμινευτής
καμινεύω
κάμινος
View word page
κάμαξ
κάμαξ a vine-pole, vine-prop, Il., Hes. the shaft of a spear, Aesch., Eur. the tiller of the rudder, Luc.
ShortDef
a vine-pole, vine-prop
Debugging
Headword:
κάμαξ
Headword (normalized):
κάμαξ
Headword (normalized/stripped):
καμαξ
IDX:
16589
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n16605
Key:
ka/mac
Data
{'content': 'κάμαξ\n a vine-pole, vine-prop, Il., Hes.\n the shaft of a spear, Aesch., Eur.\n the tiller of the rudder, Luc.', 'key': 'ka/mac'}