Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

καλύπτειρα
καλυπτός
καλύπτρα
καλύπτω
καλχαίνω
Κάλχας
κάλχη
καλῴδιον
κάλως
καλωστρόφος
καμάκινος
κάμαξ
καμάρα
καμασῆνες
καματηρός
κάματος
καματώδης
κάμηλος
καμινευτήρ
καμινευτής
καμινεύω
View word page
καμάκινος
καμάκινος κᾰμάκῐνος, ον κάμαξ made of reed or cane, Xen.

ShortDef

made of reed

Debugging

Headword:
καμάκινος
Headword (normalized):
καμάκινος
Headword (normalized/stripped):
καμακινος
IDX:
16588
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n16604
Key:
kama/kinos

Data

{'content': 'καμάκινος\n κᾰμάκῐνος, ον\n κάμαξ\n made of reed or cane, Xen.', 'key': 'kama/kinos'}