Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
κάλυξ
καλύπτειρα
καλυπτός
καλύπτρα
καλύπτω
καλχαίνω
Κάλχας
κάλχη
καλῴδιον
κάλως
καλωστρόφος
καμάκινος
κάμαξ
καμάρα
καμασῆνες
καματηρός
κάματος
καματώδης
κάμηλος
καμινευτήρ
καμινευτής
View word page
καλωστρόφος
καλωστρόφος κᾰλω-στρόφος, ὁ, στρέφω a rope-maker, Plut.
ShortDef
a rope-maker
Debugging
Headword:
καλωστρόφος
Headword (normalized):
καλωστρόφος
Headword (normalized/stripped):
καλωστροφος
IDX:
16587
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n16603
Key:
kalwstro/fos
Data
{'content': 'καλωστρόφος\n κᾰλω-στρόφος, ὁ,\n στρέφω\n a rope-maker, Plut.', 'key': 'kalwstro/fos'}